- καταγορευτικος
- καταγορευτικόςκατ-ᾰγορευτικός3филос. определительный Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταγορευτικός — καταγορευτικός, ή, όν (Α) [καταγορεύω] 1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα 2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» τίτλος έργου τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
καταγορευτικῶν — καταγορευτικός declaratory fem gen pl καταγορευτικός declaratory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγορευτικόν — καταγορευτικός declaratory masc acc sg καταγορευτικός declaratory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)